φαινολοφθαλεΐνη

φαινολοφθαλεΐνη
η, Ν
χημ. πολυκυκλική, αρωματική οργανική ένωση που ανήκει στην οικογένεια τών φθαλεϊνών και η οποία χρησιμοποιείται ως χημικός δείκτης πεχά και στη φαρμακευτική ως καθαρτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenolphthalein < phenol (βλ. φαινόλη) + phthalein «φθαλεΐνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθαρτικά — Φάρμακα που διευκολύνουν την κένωση του περιεχομένου του εντέρου. Aποκαλούνται ήπια κ. ή υπακτικά, όταν η δράση τους είναι ήπια, και δραστικά, όταν η δράση τους είναι έντονη. Ανάλογα με τον μηχανισμό δράσης τους, διακρίνονται σε δύο ομάδες:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”